Αγαπημένο μου,
Σε ευχαριστώ για όλες τις συναρπαστικές στιγμές που μου
χάρισες κατά τη διάρκεια της κοινής σχολικής μας πορείας. Σ΄ ευχαριστώ για
όλη τη νέα γνώση που ανακαλύψαμε μαζί και για όλα τα ωραία συναισθήματα που
μοιραστήκαμε.
Να θυμάσαι πως εσύ κρατάς το μολύβι της ζωής σου γιατί
εσύ γράφεις την πορεία σου στη ζωή. Το μολύβι αυτό έχει στο πίσω μέρος του μία
γόμα για να σου θυμίζει πως καθώς θα γράφεις τη δική σου πορεία θα κάνεις και
λάθη, αλλά τα λάθη σου αυτά θα μπορείς πάντα να τα σβήσεις, να τα διορθώσεις
και να ξαναγράψεις κάτι καινούριο από την αρχή.
Θα σε κρατώ για πάντα σε ειδική θέση μέσα στην καρδιά μου
και θα σε θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Σου εύχομαι να
έχεις υγεία και καλή πρόοδο.
Θα βρεθούμε ξανά...
Η δασκάλα σου
-Σώπα, δάσκαλε...
-Ζώα,
αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι.
Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε
φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο
Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε.
Ώρες
μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο
να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο,
τους μανάβηδες,
τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που
γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε.
Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει
και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν
έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον
πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
Μια
μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η
μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας
είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε
για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο
πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής,
χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον
έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!"
2017, Έτος Νίκου Καζαντζάκη,
με αφορμή τα 60 χρόνια από το θάνατό του.
Ένα πολύ ενδιαφέρον εκπαιδευτικό πρόγραμμα:
Θεατρικό έργο στη γιορτή αποφοίτησης:
Ταινία σχολικών αναμνήσεων:
Στην Τρίτη τάξη είχαμε
δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε
μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα
νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
– Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας
άνθρωποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα
μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα
παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να
πλυθείτε.
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι
τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο
δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν
και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το
κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην
έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη
γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί
πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το
κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η
μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας
είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε
για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο
πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής,
χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον
έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
Στην Τρίτη τάξη είχαμε
δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε
μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα
νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
– Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας
άνθρωποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα
μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα
παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να
πλυθείτε.
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι
τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο
δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν
και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το
κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην
έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη
γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί
πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το
κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η
μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας
είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε
για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο
πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής,
χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον
έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr
Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr